τρικό

τρικό
το, Ν
άκλ. πλεκτό ύφασμα ή ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tricot «πλεκτό», πιθ. < Tricot, όν. βιομηχανικής περιοχής τής Β. Γαλλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρικό — το άκλ. (λ. γαλλ.), ύφασμα ή ρούχο πλεχτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”